-
1 φαιδρός
φαιδρός, 1) rein, klar, hellglänzend, leuchtend; zuerst bei Pind., φάος frg. 228; σελήνη Aesch. Ag. 289; φαιδρὸν ἁλίου σέλας Eum. 886. – 2) gew. übertr., heiter, fröhlich, vergnügt; ὄμματα, φρήν, Aesch. Ag. 506 Ch. 558; πρόςωπον Soph. El. 1289, vgl. 1302; ὄμμα Eur. Med. 1043; φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ Ar. Equ. 548; Ggstz στυγνός, Xen. An. 2, 6,11, vgl. Cyr. 3, 3,59; ἐπί τινι, Mem. 3, 10, 4; καὶ γεγηϑὼς ἐπί τινι Dem. 18, 323. – Adv., φαιδρῶς βιοτεῠσαι Xen. Cyr. 4, 6,6.
См. также в других словарях:
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek